- αφιω
- ἀφίω
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀφιῶ — ἀφίζω rise from one s seat fut ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφίω — ἀφίημι send forth pres subj act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφήνω — και αφίνω Ι. (μτβ.) 1. παύω να κρατώ κάτι 2. τοποθετώ, ακουμπώ, βάζω κάπου 3. εγκαταλείπω, βάζω κατά μέρος, παρατώ 4. αποχωρίζομαι κάποιον 5. αναχωρώ, αποχωρώ, φεύγω από κάπου 6. σταματώ, παύω 7. μτφ. απαρνούμαι, αποβάλλω κακές συνήθειες 8. (για… … Dictionary of Greek
παραφίημι — και παραφίω Α 1. αφήνω κάτι κατά μέρος, αμελώ, παραμελώ κάτι 2. απολύω από την υπηρεσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * ἀφίημι / ἀφίω «αφήνω»] … Dictionary of Greek